- πλώτωρ
- -ορος, ὁ, Απλωτήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω + επίθημα -τωρ (πρβλ. βώ-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλώω — Α ιων. τ. πλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< *πλώ[F]ω) ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *pleu τού ρ. πλέω* (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με… … Dictionary of Greek